-
1 στάθμη
στάθμ-η, ἡ,A carpenter's line or rule, [full] ξέσσε δ' ἐπισταμένως καὶ ἐπὶ στάθμην ἴθυνεν [δοῦρα] Od.5.245, cf.23.197; [πελέκεας] ἐπὶ σ. ἴθ. 21.121; alsoστάθμη δόρυ νήϊον ἐξιθύνει Il.15.410
;τόρνου καὶ στάθμης καὶ γνώμονος.. ἰθύτερον Thgn.805
; ἐπὶ σ. θεῖναι μίαν on a level, Arist.PA 657a10: prop. στάθμη was the line rubbed with chalk or red ochre, being distd. from the rule ([etym.] κανών ) by Pl.Phlb. 56c, X.Ages.10.2;κανόσι καὶ στάθμαις Plu.2.807d
, etc.; λευκὴ ς., v. λευκός 11.1a: metaph., ἀτεχνῶς λευκὴ σ. εἰμὶ πρὸς τοὺς καλούς a white measuring-line, i.e. unable to discriminate, Pl.Chrm. 154b, cf. Plu.2.513f.2 παρὰ στάθμην by the rule,εἶμι παρὰ σ. ὀρθὴν ὁδόν Thgn.945
, cf. 543;τέκτονος παρὰ σ. ἰόντος S.Fr. 474
; for A.Ag. 1045 v. παρά c. 11.2; κατὰ στάθμην ἵστασθαι, c. gen., in a straight line with, Democr. ap. Plu.2.929c; κατὰ σ. ἐνόησας you guessed aright, Theoc.25.194;ὡς ἂν ἀπὸ στάθμης D.H.Comp.23
;στάθμῃ Aret.SD2.11
; πρὸς στάθμῃ πέτρον τίθεσθαι, μή τι πρὸς πέτρῳ στάθμην, i.e. when facts are obstinate, do not relax your standard, Com.(?) ap.Plu.2.75f(cf. Bergk PLG3.740); στάθμα πατρῴα perh. the measure [of piety] towards his father, Pi.P.6.45; στάθμας ἑλκόμενοι περισσᾶς perh. straining at an over-exact measure, ib.2.90.3 verification, certification, τὰς σ. τῶν μέτρων ἀπὸ τοῦ βελτίστου ποιεῖσθαι prob. in PTeb.5.88 (ii B.C.).II plummet or plumbline,μολιβαχθής AP6.103
(Phil.); ῥιπτεῖσθαι ἄνω κατὰ στάθμην to be thrown perpendicularly upwards, Arist.Cael. 296b24.III like γραμμή, the line which bounds the racecourse, goal, δραμεῖν ποτὶ στάθμαν, metaph. of man's life, Pi.N.6.7; .IV metaph., law, rule,ὑπὸ στάθμᾳ νέμεσθαι Pi.Fr.1.4
; Υλλίδος στάθμας ἐν νόμοις, i.e. according to laws of Dorian rule, Id.P.1.62.V δοράτων στάθμαι butt-ends, like σαυρωτῆρες, D.S.17.35, cf. PCair.Zen. 782 (a).49 (iii B.C.). -
2 вода
вод||аж τό νερό, τό ὕδωρ:дождевая \вода τό νερό τής βροχῆς, τό βρόχινο νερό, τό βροχόνερο, τά δμβρια ὕδατα· питьевая \вода τό πόσιμο νερό· минеральная \вода τό μεταλλικό νερό· пресная \вода τό γλυκό νερό· морская \вода τό θαλασσινό νερό· проточная \вода τό τρεχούμενο νερό· грунтовая \вода τό νερό τοῦ ὑπεδάφους· уровень \водаы ἡ στάθμη τοῦ νερού· посадка на воду ἀβ. ἡ προσθαλάσσωση· держаться на \водае ἐπιπλέω, κρατιέμαι στήν ἐπιφάνεια τοῦ νεροϋ· спускать на воду καθελκύω· ◊ вывести кого-л. на чистую воду ξεσκεπάζω κάποιον, βγάζω τά ἀπλυτα κάποιου στή φόρα· много \водаы утекло́ πέρασε πολύς καιρός· с него как с гуся \вода разг δέν δίνει πεντάρα γιά τίποτε, δέν τοῦ καίγεται καρφί· он \водаы не замутит δέν πειράζει μερμήγκι, εἶναι ἀγαθός (или φιλήσυχος) ἄνθρωπος· словно \водаы в рот набрал σάν νά κατάπιε τή γλώσσα του· как в воду опущенный κατσούφης, στενοχωρημένος· как в во́ду канул ἔγινε ἄφαντος, ἐξαφανίζομαι· как две капли \водаы (о сходстве) ἰδιος καί ἀπαράλλακτος· чувствовать себя как рыба в \водае εἶμαι στό στοιχείο μου· выйти сухим из \водаы βγαίνω λάδι, τή γλυτώνω φτηνά· толочь во́ду в сту́пе κοπανώ ἀέρα· Носить во́ду решетом κουβαλώ νερό μέ τό κόσκινο· чистой \водаώ (о драгоценном камне) γνήσιος· желтая \вода мед. τό γλαύκωμα· тяжелая \вода физ. τό βαρύ ὕδωρ. -
3 νερό
τό1) вода;νερό πηγαδήσιο — колодезная вода;
πόσιμο νερό — питьевая вода;
γλυκό νερό — пресная вода;
βρασμένο νερό — кипячёная вода;
μεταλλικό νερό — минеральная вода;
νερό τρεχούμενο — проточная вода;
η στάθμη τού νερού — уровень воды;
πέφτω στα νερά упасть в воду, в лужу;2) дождь;αν ρίξει ο Μάρτης δυό νερά... — если в марте раза два пойдёт дождь...;
3) моча;4) мочеиспускание;κάνω το νερό μου — мочиться;
πάω προς νερού μου — идти в туалет, в уборную;
5) πλ. отлив, перелив;ΰφασμα με νερά — муаровая ткань;
τό ατλάζι κάνει ωραία νερά — атлас красиво переливается;
6) πλ. мор. ватерлиния;7) πλ. мор. кильватер;§ ιαματικά νερά — воды (курорт);
ναύτης (γιατρός, δικηγόρος κ.τ.λ.) τού γλυκού νερου — горе-моряк (-врач, -адвокат и т. п.);
μιά νέα σαν το κρύο νερό — молодая красивая девушка, девушка кровь с молоком;
κάνω μιά τρύπα στο νερό — толочь воду в ступе, делать что-л, впустую, напрасно;
η βάρκα κάνει νερά — лодка дала течь;
τό κρασί σηκώνει νερό — вино можно разбавить водой;
αυύτη η δουλειά σηκώνει νερό — на этом можно заработать;
αυτό σηκώνεινερό — это ещё как сказать!;
βάλε νερό στο κρασί σου — умерь свой аппетит, пыл; — сбавь тон;
έκανέ νερά — он спасовал;
έχει χάσει τα νερά του — он сам не свой;
τον έφερα στα ( — или με τα) νερά μου — я сделал его своим единомышленником; — я его склонил на свою сторону;
δεν δίνει ο6*τε τού αγγέλου τού νερό — у него зимой снега не выпросишь;
ξέρω το μάθημα μου νερό ( — или νεράκι) — знать урок на зубок, как свои пять пальцев;
αυτό θα πουληθή χίλιες δραχμές μεσ' στο νερό — это наверняка можно продать за тысячу драхм;
κουβαλώ ( — или χύνω) νερό στο μύλο κάποιου — лить воду на чью-л. мельницу
-
4 вода
1. (жидкость, представляющая собой соединение водорода с кислородом) το ύδωρразг. το νερόаммиачная - αμμωνιακό -, η υδαρής αμμωνίαдистиллированная - αποσταγμένο/απεσταγμένο -жёлтая - мед. το γλαύκωμαжёсткая - σκληρό -, ασβεστούχο -забортная - мор. θαλάσσιο -зельтерская - см. сельтерская -малая - мор. η ρηχία- θαλάσσηςмытьевая - πλυσίμα-τος/πλύσηςобессоленная - см. опресненная -оборотная - см. циркуляционная -отходящая - см. отработавшая -охлаждающая - ψύξης, ψυκτικό -охлаждённая - κρυο/κρυωμένο -питательная - (котла) мор. - τροφοδότησης (λέβητα), τροφοδοτικό -полная - мор. η πλήμμηполная квадратурная - η πλήμμη διχοτομικής παλίρροιας, η πλήμμη παλίρροιας τετραγωνισμούпроточная - τρεχούμενο -, ρέον -рабочая мор. - λειτουργίαςсбросная - см. отработавшая -солёная - см. морская -тяжелая - физ. βαρύ - (D20)химически связанная - χημι-κά/χημικώς ηνωμένο/ενωμένο -2. -ы мн. τα ύδατα (πλ)· грунторые - υπόγεια -сточные - ακάθαρτα -, τα βροχόνερα3. -ы мед. τα νεράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вода
-
5 уровень
-вня α.1. στάθμη• επίπεδο-επιφάνεια•уровень воды η στάθμη του νερού•
над -ем моря πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.
2. μτφ. βαθμός•низкий, высокий уровень жизни χαμηλό, υψηλό βιοτικό επίπεδο•
переговоры на уровень послов συνομιλίες σε επίπεδο πρεσβευτών•
совещание на высоком -е σύσκεψη κορυφής.
3. βλ. ватерпас.εκφρ.в уровень с чем – στο ίδιο ύψος ή επίπεδο με κάτι•быть (находить(ся) на -е – αντιστοιχώ. -
6 прибавить
-влго -вишь ρ.σ.μ.1. βάζω επιπρόσθετα, προσθέτω συμπληρωματικά, βάζω και άλλο, ακόμα λίγο•прибавить сахару βάζω ακόμα λίγη ζάχαρη•
прибавить вина в стакан ρίχνω ακόμα λίγο κρασί στο ποτήρι.
2. αυξαινω, ανεβάζω•-зарплату αυξαίνω τις αποδοχές•
прибавить огня в лампе ανεβάζω το φως της λάμπας.
3. βάζω, αυξαίνω κατά το βάρος•на курорте она -ла несколько килограммов στη λουτρόπολη αυτή έβαλε κάμποσα κιλά.
4. αμ. προσθέτω, λέγω•не забудьте, -ил он, что я скоро ухожу μην ξεχνάτε, πρόσθεσε αυτός, ότι γρήγορα φεύγω.
5. υπερβάλλω, μεγαλοποιώ, τα παραλέω, τα παραφουσκώνω.6. κάνω αριθμητική πρόσθεση•прибавить три к семи προσθέτω τρία και εφτά.
προστίθεμαι, προσθέτομαι, αυξαίνομαι, μεγαλώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ.•день -лся η μέρα μεγάλωσε•
он -лся на пять килограммов αυτός έβαλε (αύξησε το βάρος του) πέντε κιλά•
вода -лась η στάθμη του νερού ανέβηκε•
к бедности -лась ещё и болезнь στη φτώχεια προστέθηκε και η αρρώστεια.
-
7 прибыль
-и θ.1. κέρδος•получить прибыль παίρνω (βγάζω) κέρδος, κερδίζω•
крупная прибыль μεγάλο κέρδος•
погоня -за -ями κυνήγημα κερδών•
чжстая прибыль καθαρό κέρδος•
торговая прибыль εμπορικό κέρδος•
извлекать прибыль βγάζω κέρδος•
приносить прибыль (απο)φέρω κέρδος.
2. όφελος, ωφέλεια, απολαβή•какая мне в этом -? τι όφελος έχω απ αυτό;
3. αύξηση, ανέβασμα, άνοδος•прибыль населения αύξηση του πληθυσμού•
вода идёт на прибыль το νερό (η στάθμη του νερού) ανεβαίνει.
εκφρ.пойти на прибыль – μεγαλώνω, αυξαίνω•день пошёл на прибыль – η μέρα άρχισε να μεγαλώνει. -
8 быки
мн. стр. (опора моста) το στήριγμα/μεσόβαθρο της γέφυραςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > быки
-
9 нивелир
(геод.) η χωροστάθμητο αλφάδιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > нивелир
-
10 повысить
1. (сделать более высоким) ανεβάζω, υψώνω, ανυψώνω 2. (усилить, увеличить) αυξάνω, μεγαλώνω, αναπτύσσω, δυναμώνω 3. (улучшить, усовершенствовать)αναβαθμίζω, βελτιώνω, καλυτερεύω 4. (перевести на более ответственную должность) προάγω, προβιβάζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > повысить
-
11 полноводье
η φουσκωνεριά, η υψηλή στάθμη του νερού (στο ποτάμι, στη λίμνη).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > полноводье
-
12 water level
(the level of the surface of a mass of water: The water level in the reservoir is sinking/rising.) στάθμη του νερού -
13 возвысить
-ышу, -ысишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. παλ. -ышенный, βρ: -шен, -а, -о ρ.σ.μ.1. παλ. υψώνω, ανυψώνω, κάνω κάτι ψηλότερο•2. μτφ. εξυψώνω, ανεβάζω.3. παλ. υπερτιμώ, υψώνω, ανεβάζω (τιμή, αξία κ.τ.τ.).4. (για φωνή) δυναμώνω, υψώνω, ανεβάζω,1. παλ. υψώνομαι, ανυψώνομαι, ανεβαίνω, ανέρχομαι•уровень воды значительно -лся η στάθμη του νερού ανέβηκε αρκετά.
2. (για είδη)υπερτιμιέμαι, υψώνομαι, ανεβαίνω•цены на товары -лись οι τιμές στα εμπορεύματα ανέβηκαν.
3. (γΐα φωνή) δυναμώνω, υψώνομαι, ανεβαίνω. -
14 ординар
-а α.κανονική στάθμη του νερού• -
15 прибыть
ρ.σ.1. φτάνω, καταφτάνω, έρχομαι, αφικνούμαι•поезд -был το τρένο ήρθε•
пароход -был το ατμόπλοιο κατέπλευσε•
на праздник -были много делегаций στη γιορτή ήρθαν πολλές αντιπροσωπείες•
-были грузы ήρθαν φορτία.
2. αυξαίνω, μεγαλώνω, ανεβαίνω, ανέρχομαι•прибыть в весе αυξαίνω στο βάρος•
вода -была το νερό (η στάθμη του νερού) ανέβηκε.
-
16 спустить
ρ.σ.μ.1. κατεβάζω• αφήνω• ρίχνω•спустить рабочих в шахту κατεβάζω τους εργάτες στο ορυχείο•
спустить занавеску κατεβάζω την κουρτίνα•
спустить ведро в колодец ρίχνω το κουβά στο πηγάδι•
спустить ребнка с рук на пол αφήνω (αποθέτω) το παιδάκι στο πάτωμα•
спустить флаг κατεβάζω τη σημαία.
|| σπρώχνω, ρίχνω κάτω, γκρεμίζω•спустить кого–нибудь с лестницы γκρεμίζω κάποιον από τη σκάλα.
|| μτφ. μεταφέρω (στους υποδεέστερους)•спустить директивы κατεβάζω τις οδηγίες.
2. χαμηλώνω•спустить знамна над гробом υποστέλλω τις σημαίες πάνω από το φέρετρο.
|| κατεβάζω λίγο, χαμηλώνω κατά τι•спустить чулки κατεβάζω λίγο τις κάλτσες.
3. απελευθερώνω, τραβώ, πατώ•спустить курок πατώ τη σκαντάλη•
собаку с цепи λύνω το σκυλί.
4. αφήνω να διαρεύσει (για υγρά, αέρια). || αδειάζω, εκκενώνω. || αδυνατίζω, χάνω την ελαστικότητα.5. ελαττώνω, μειώνω, λιγοστεύω•спустить уровень воды κατεβάζω τη στάθμη του νερού.
|| ξεπέφτω, χάνω από το βάρος, αδυνατίζω•спустить несколько килограммов αδυνατίζω μερικά κιλά.
6. φέρνομαι επιεικά, δείχνω συγκαταβατικοτητα, συγχωρώ.7. καταναλώνω, πουλώ. || χάνωστα χαρτιά.εκφρ.спустить жир – διώχνω, αποβάλλωτο πάχος (αδυνατίζω, ξεπέφτω)•спустить петлю – α) αφήνω θηλιά (κατά το πλέξιμο), β) βγάζω τις θηλιές•спустить петли – στενεύω, μαζεύω (λιγοστεύοντας τις θηλιές)•спустить судно – α) καθέλκω, -κύω σκάφος, β) κατεβάζω στο νερό από το πλοίο (βάρκα κ.τ.τ.) спустить шкуру μαστιγώνω γερά•спуститьтя рукава (делать) κάνω όπως-όπως (κακότεχνα).1. κατέρχομαι, κατεβαίνω•спустить с лестницы κατεβαίνω από τη σκάλα•
спустить в овраг κατεβαίνωστη χαράδρα•
шторы -лись τα στορ κατέβηκαν (έκλεισαν).
|| πλέω προς τα κάτω.2. κατεβαίνω, κάθομαι (για πτηνά)• προσγειώνομαι (γιααεροπλάνο). || μτφ. επικάθομαι, πέφτω•туман спуститьлся на болото ομίχλη έπεσε στο βάλτο.
|| χαμηλώνω. || μτφ. ξεπέφτω (ηθικά), κατρακυλώ. || απελευθερώνομαι, πέφτω•курок -лся ο επικρουστήρας έπεσε.
|| ξεπέφτω, ξεφεύγω από τη θέση, κατεβαίνω λιγάκι•юбка -лась η φούστα ξέπεσε λίγο.
3. υποβιβάζομαι.4. ελαττώνομαι, μειώνομαι, λιγοστεύω•температура -лась η θερμοκρασία ελαττώθηκε.
εκφρ.спустить о облаков – κατεβαίνω από τα σύννεφα (προσαρμόζομαι στην πραγματικότητα, προσγειώνομαι). -
17 статический
επ.στατικός, της στατικής•-уровень воды στατική στάθμη του νερού.
|| ακίνητος. -
18 уровень
1. (прибор) το αλφάδι 2. (степень величины, значимости и т.п.) το επίπεδο, ο βαθμόςэнергетический - физ. η ενεργειακή στάθμη3. (условная горизонтальная линия или плоскость, являющаяся границей высоты чего-л) το επίπεδο, η επιφάνεια 4. (высота подъёма жидкости) η στάθμη- воды принятый за нулевой - του ύδατος, θεωρούμενη ως βάσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > уровень
-
19 уровень
у́ров||еньм1. в разн. знач. ἡ στάθμη, τό ἐπίπεδο[ν]:голова мальчика оказалась на \уровеньне стола τό κεφάλι τοῦ παιδιοῦ ἡταν στό ὕψος τοῦ τραπεζιοὔ· \уровень воды ἡ στάθμη τών ὑδάτων выше (ниже) \уровеньня моря πάνω (κάτω) ἀπό τήν ἐπιφάνεια τής θάλασσης· \уровень знаний τό ἐπίπεδο[ν] τών γνώσεων \уровень· заработной платы τό ἐπίπε-δο[ν] τών μισθών культурный \уровень τό πολιτιστικό ἐπίπεδο· жизненный \уровень τό βιοτικό ἐπίπεδο· совещание на высоком \уровеньне συνδιάσκεψις κορυφής· на \уровеньне современных требований στό ἐπίπεδο πού ἐπιβάλλουν οἱ σύγχρονες ἀπαιτήσεις·2. (ватерпас) τό ἀλφάδι, τό νεροζύγι, ἡ ὑδροστάθμη, ὁ ὑδροστάτης. -
20 σταθμός
σταθμός, ὁ (ἵστημι, vgl. στάϑμη), bei den Attikern nicht selten mit dem heterogenischen plur. τὰ σταϑμά, 1) ein aufrecht stehender Pfosten, Pfeiler, Ständer; bei Hom. bald von dem Hauptpfeiler, welcher die Decke eines Gemaches trägt, στῆ ῥα παρὰ σταϑμὸν τέγεος, Od 1. 333. 8, 458 u. öfter. vgl. 17, 96, bald von den Thürpfosten, ἐν δὲ σταϑμοὺς ἄρσε, ϑόρας δ' ἐπέϑηκε, 21, 45; ϑύρας σταϑμοῖσιν ἐπῆρσεν, Il. 14, 167. 339; ἀργύρεοι σταϑμοὶ ἐν χαλκέῳ ἕστασαν οὐδῷ, Od. 7, 89; παρὰ σταϑμοῖσιν ἐπ' οὐδοῠ, 10, 62, u. sonst; Soph. El. 1323 εἰ σταϑμοῖσι τοῖςδε μὴ 'κύρουν ἐγὼ πάλαι φυλάσσων, Schol. ἐν ταῖς παραστάσιν; Eur. σταϑμοὺς μοχλοῖσιν ἐκβαλόντες, Or. 1474; ἄπελϑε λαΐνων σταϑμῶν, Ar. Ach. 424; πύλαι χάλκεαι πᾶσαι καὶ σταϑμοί τε καὶ ὑπέρϑυρα, Her. 1, 179; σταϑμὰ ϑυράων, Theocr. 24, 15, u. sonst einzeln bei Sp. – 2) Standort, z. B. der Schiffe, Eur. Rhes. 43; bes. Stand, der Ort, wo Menschen od. Hausthiere stehen u. sich aufhalten, Stall; bei Hom. durchgängig von ländlichen Wohnungen, Gehöft, wo bes. an Viehställe zu denken, κατὰ σταϑμὸν ποιμνήϊον Il. 2, 470, μυῖαι σταϑμῷ ἔνι 16, 642, u. öfter; vgl. noch σταϑμὸν δὲ κύνες καὶ βώτορες ἄνδρες ῥύατ' ὄπισϑε μένοντες, Od. 17, 200; in Gleichnissen der Löwe erwähnt, der in solch Gehöft einbricht, um Vieh zu rauben; Il. 18, 589 ist verbunden ( οἰῶν) σταϑμούς τε κλισίας τε κατηρεφέας ἰδὲ σηκούς, im plur., wie Hes Th. 444. So auch Pind. Πέλοπος παρ' εὐηράτων σταϑμῶν, Ol. 5, 10; übh. Wohnung, Hes. Th. 294; εἰς Ἀΐδα σταϑμόν, Pind. Ol. 11, 92; ἐς οὐρανοῠ σταϑμούς, I. 6, 45; σταϑμοῖς ἐν οἰκείοισι, Aesch. Prom. 396; λέγοιμ' ἂν ἄνδρα τόνδε τῶν σταϑμῶν κύνα, Ag. 870; χειμῶνα τἀμά τ' εἰς ἔπαυλ' ἐγὼ ἤλαυνον, οὗτός τ' εἰς τὰ Λαΐου σταϑμά, Soph. O. R. 1139; eigtl., Stall, ἐν σταϑμοῖσιν ἱππικοῖς, Eur. Or. 1449, vgl. Andr. 280. – Bes. Standquartier, Nachtquartier für Reisende od. Soldaten auf dem Marsche. – Im persischen Reiche hießen σταϑμοί die Orte, wo der König auf seinen Reisen einzukehren u. zu übernachten pflegte, eine Art Etappen oder Stationen, βασιλήϊοι σταϑμοί, Her. 2, 152. 6, 119; dah. in Beschreibung persischer Gegenden als Bestimmung der Entfernung, eine Tagereise, ein Tagemarsch, gew. eine Strecke von fünf Parasangen, oft bei Xen. An., z. B. 1, 2, 5; doch hing es jedesmal vom Feldherrn ab, wie lang er die σταϑμοί machen wollte, vgl. 2, 2, 12. – 3) das Gewicht, womit man wägt, ἤτε σταϑμὸν ἔχουσα καὶ εἴριον ἀμφὶς ἀνέλκει ἰσάζουσα, Il. 12, 434; das Gewicht, das ein Körper wiegt, die Schwere, ἡμιπλίνϑια σταϑμὸν διτάλαντα, Her. 1, 50. 92; ὀπτοῠ σίτου σταϑμός, 2, 168; auch die Wage, ἱστᾶσι σταϑμῷ πρὸς ἀργύριον τὰς τρίχας, 2, 65; in dieser Bdtg plur. immer σταϑμά; Seph. ἐφεῦρε σταϑ μῶν, ἀριϑμῶν καὶ μέτρων εὑρήματα, Irg. 379; μύριον δοὺς χρυσοῠ σταϑμόν, Eur. Bacch. 810; μέρη σταϑμῶν ἰσότης ἔταξε, Phoen. 544; ἐπὶ τὸν σταϑμὸν γὰρ αὐτὸν ἀγαγεὶν βούλομαι, Ar. Ran. 1361; Wagschale, 1403; τὸ ἄγαλμα ἔχει τεσσαράκοντα τάλαντα σταϑμὸν χρυσίοο, 40 Talente Goldes an Gewicht, Thuc. 2, 13; τοῠ βαρυτέρου καὶ κουφοτέρου σταϑμοῠ, Plat. Charm. 166 b, u. öfter; τὸν ῤυϑμὸν τοῠ ϑώρακος πότερον τῷ μέτρῳ ἢ σταϑμῷ ἐπιδεικνύων τιμᾷς, Xen. Mem. 3, 10, 10; νόμοις δὲ χρῆσϑαι τοῖς Σόλωνος καὶ μέτροις καὶ σταϑμοῖς, Andoc. 1, 83, wie Pol. 2, 37, 10; übtr. οὐκ ἴσον ἄγει σταϑμὸν μνησικακία καὶ φίλου χάρις, Plut. de am. mult. p. 297.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
στάθμη — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. στάθμα Α 1. λεπτό σχοινί τών ξυλουργών για να σημειώνουν, αφού τό εμποτίσουν σε χρώμα, ευθείες γραμμές σε ξύλα ή σανίδες που πρόκειται να κοπούν ή να πελεκηθούν (α. «ὥστε στάθμη δόρυ νήϊον ἐξιθύνει τέκτονος ἐν παλάμῃσι», Ομ.… … Dictionary of Greek
στάθμη — η 1. όργανο των χτιστών το οποίο αποτελείται από ένα νήμα κι ένα βαρίδι που είναι κρεμασμένο στο ένα άκρο του, αλφάδι, νήμα της στάθμης. 2. το ύψος της ελεύθερης επιφάνειας ενός υγρού: Φέτος δεν έβρεξε κι έπεσε η στάθμη της λίμνης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιονισμός (του ατόμου) — Φαινόμενο κατά το οποίο ένα άτομο, αρχικά ουδέτερο, μετατρέπεται σε ένα ιόν, που έχει ένα ή περισσότερα ηλεκτρικά φορτία, καθώς ένας αριθμός ηλεκτρονίων, που περιφέρονταν αρχικά γύρω από τον πυρήνα του, έχει διαφύγει της έλξης και κινούνται,… … Dictionary of Greek
ενεργειακή στάθμη — Μία από τις επιτρεπόμενες καταστάσεις στις οποίες μπορεί να βρεθεί ένα ατομικό ή μοριακό σύστημα. Σύμφωνα με την κβαντική θεωρία, η ενέργεια ενός ατόμου ή ενός μορίου (δηλαδή η ενέργεια που οφείλεται στην κίνηση και στις ηλεκτροστατικές… … Dictionary of Greek
Πάσχα, νησί του- — (Papa Nui). Νησί της Χιλής στον νοτιοανατολικό Ειρηνικό (180 τ. χλμ.) ενωμένο στην επαρχία Βαλπαραΐσο. Βρίσκεται απομονωμένο στον απέραντο ωκεανό, έχει σχήμα τριγώνου, στις κορυφές του οποίου υψώνονται τρεις ηφαιστειακοί κώνοι (ο ψηλότερος είναι… … Dictionary of Greek
ακοομετρία — Σύνολο πειραματικών μεθόδων, οι οποίες επιτρέπουν να προσδιοριστεί ποσοτικά η ακουστική ικανότητα ενός ατόμου. Με τη στενή του έννοια, ο όρος σημαίνει έναν περιορισμένο αριθμό μεθόδων μέτρησης και ιδιαίτερα αυτές που μπορούν να προσφέρουν σε έναν … Dictionary of Greek
θόρυβος — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται εμπειρικά κάθε ανεπιθύμητος ήχος. Ο ορισμός αυτός, ωστόσο, δεν είναι ακριβής, γιατί δεν αφορά μόνο τα φυσικά χαρακτηριστικά του ήχου, αλλά και τα φυσιολογικά και ψυχολογικά αποτελέσματα που προκαλεί ο θ. Το… … Dictionary of Greek
σίφωνας — Σωλήνας ή αγωγός κυρτός, σε σχήμα περίπου U, που χρησιμοποιείται για τη μετάγγιση υγρών από το ένα δοχείο στο άλλο, όταν το δεύτερο είναι τοποθετημένο κάτω από τη στάθμη του υγρού που περιέχεται στο πρώτο. Η λειτουργία του στηρίζεται στη συνοχή… … Dictionary of Greek
βαρόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της ατμοσφαιρικής πίεσης. Το πρώτο β. το επινόησε ο Ιταλός Τοριτσέλι, στην προσπάθειά του να εξηγήσει γιατί οι αναρροφητικές αντλίες δεν μπορούν να ανεβάσουν το νερό πάνω από ένα ορισμένο ύψος. Το υδραργυρικό β. του… … Dictionary of Greek
θερμόμετρο — Κάθε όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση της θερμοκρασίας. Τα περισσότερα θ. βασίζονται στη διαστολή των σωμάτων με την αύξηση της θερμοκρασίας. Τα σύγχρονα θ. βασίζονται όλο και περισσότερο στη μεταβολή της ηλεκτρικής αγωγιμότητας ειδικών ημιαγωγών… … Dictionary of Greek
εδαφικός υδροφόρος ορίζοντας — Υπόγεια δεξαμενή όπου συγκεντρώνονται τα νερά που πέφτουν στην επιφάνεια της γης. Αυτά τα νερά προέρχονται από τα ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα (βροχές, χιόνια, χαλάζι, κλπ.), τα οποία διεισδύουν μέσα από τα χαλαρά προσχώματα και τα αποσαθρωμένα… … Dictionary of Greek